ωσμογράφος

ωσμογράφος
και ωσμωγράφος και εσφ. τ. οσμογράφος, ο, Ν
όργανο για την μέτρηση τής ώσμωσης, ωσμομετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμός / ώσμωση + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”